Είναι φορές που αναρωτιέμαι πόσα μπορεί να κρύβει πίσω της μία μισάνοιχτη πόρτα. Μα αυτήν τη φορά η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε φαντασία, αφού δε χρειάστηκε να αναρωτηθώ για το τι υπήρχε πίσω από τη μισάνοιχτη, μεταλλική πόρτα με τη μαζεμένη κουρτίνα εκείνου του καφενείου, που ήταν ντυμένο με λουλούδια και στολισμένο με αντικείμενα και φωτογραφίες μιας ολόκληρης ζωής. Η πόρτα όχι μόνο δεν έκρυβε, μα σε προσκαλούσε να σταθείς και να ξαποστάσεις, να γευτείς εικόνες και μυρωδιές και να ταξιδέψεις στο χρόνο.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα τραπέζια και την κουζίνα της, και η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια να σου δίνει την αίσθηση ότι τη γνώριζες χρόνια, καθώς σε άφηνε να μοιραστείς κομμάτια της ζωής της, έτσι όπως τα είχε τοποθετημένα στους τέσσερις τοίχους. "Γωνιές νοσταλγίας" θα ονόμαζα κάθε σημείο που έπεφτε το μάτι, με το βλέμμα να χαϊδεύει τα λογιών λογιών αντικείμενα -πετσετάκια, σεμεδάκια, φωτογραφίες, βάζα, πιάτα και τόσα άλλα- και ο νους να ταξιδεύει στο χρόνο, σε ένα παρελθόν γεμάτο χρώματα.
Σίγουρα αυτός ο χώρος δε θα σβηστεί από τη μνήμη μου. Θα τον θυμάμαι σαν έναν πίνακα που ο ζωγράφος του φοβόταν να μη μείνει λευκός και κάλυψε κάθε σημείο του καμβά με όλες τις εικόνες της φαντασίας του, για να είναι βέβαιος πως δε θα ξεχαστούν στο πέρασμα του χρόνου.
Κι είναι αλήθεια πως δε σε φτάνει ο χρόνος για να δεις το καθετί. Σίγουρα θα θελήσεις να ξαναβρεθείς κάπου κοντά για να ξαναπεράσεις χρόνο σε αυτές τις γωνιές της "σύνθετης απλότητας", σε αυτόν τον τόσο μικρό χώρο που καταφέρνει να χωρέσει τόσα πολλά.
Γιατί τα μάτια δε χορταίνουν να βλέπουν. Και ο νους πάντα αποζητά χρώματα για να ζωγραφίσει η φαντασία.
Ε.Ψ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου