Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Μια αυλή που χωρούσε τον κόσμο όλο

 

Μια αυλή που χωρούσε τον κόσμο όλο | της Ελένης Ψαραδάκη


Μια αυλή που χωρούσε τον κόσμο όλο | της Ελένης Ψαραδάκη ...

Αχ αυτές οι παιδικές αναμνήσεις. Μπορεί ο νους μας να ξεχνά πρόσφατα γεγονότα, μα τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων τις φυλά τόσο καλά που μοιάζουν τόσο οικείες και ζωντανές, λες και ήταν χθες που ήμασταν παιδιά και τις ζούσαμε ξέγνοιαστα.

Έτσι και τώρα. Άλλη μια ανάμνηση της τρυφερής εκείνης παιδικής ηλικίας ξεπηδά από το νου κι έρχεται να γνωριστεί με το παρόν, φέρνοντάς του πεσκέσι το κουβάρι της φαντασίας, για να ξετυλιχτεί μπροστά στον ακούραστο τροχό του χρόνου και να αρχίσει να γυρίζει μαζί του.

Σαν μια αυλή που χωράει τον κόσμο όλο σε σκέψεις, ο νους, έφερε απόψε μπροστά μου την εικόνα από μια άλλη αυλή, εκείνη της ηλικιωμένης γερόντισσας σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας του τόπου μου. Τι ξεχωριστή που ήταν εκείνη η αυλή! Πάντοτε γεμάτη, πλημμυρισμένη από ανθρώπους μα κυρίως από συναισθήματα. Εκεί, ανάμεσα στα πολύχρωμα, ευωδιαστά λουλούδια, στις γλάστρες με το βασιλικό και το γιασεμί, ακούγονταν λογής λογής ιστορίες από ανθρώπους τόσο διαφορετικούς, μα τόσο δεμένους.

Ίσα που χωρούσαν τρεις καρέκλες σε εκείνη την αυλή, μα πάντοτε οι άνθρωποι που κάθονταν σε αυτήν ήταν περισσότεροι. Και θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, εκείνη την καμπουριασμένη από τα γηρατειά γυναίκα να προσφέρει πρόθυμα τη φιλοξενία της σε όποιον περνούσε από το σοκάκι και την αυλίτσα της. Ακούραστη υποδεχόταν γνωστούς μα και ξένους διαβάτες που ήθελαν να ξαποστάσουν για λίγο στην αυλή της.

Καφές ζεστός και νερό δροσερό για τους μεγάλους και δυο σουσαμένια, χειροποίητα από την ίδια κουλουράκια να συνοδεύουν τον καφέ, στο πλάι του λευκού πιάτου. Κι ύστερα θυμάμαι και την αραιωμένη σε νερό πορτοκαλάδα, που την πρόσφερε μαζί με το κουλουράκι της και με μια καραμέλα βουτύρου ή με ένα μαύρο σοκολατάκι υγείας, στο χαρακτηριστικό μπλε περιτύλιγμα, ανάλογα τι είχε κάθε φορά, για να φιλέψει εμάς τους μικρότερους.

Ναι, και για εμάς τα παιδιά υπήρχε χώρος σε εκείνη τη μικρή αυλή, την αυλή που στα μάτια μου φάνταζε τεράστια με τόσα γέλια και χαρές που χωρούσε.

Μα πέρασε ο καιρός κι ήρθε η στιγμή που όλα μέσα σε μια στιγμή σίγησαν. Η καλοσυνάτη γυναίκα έγινε ανάμνηση, η αυλή της σιώπησε και όλα τα φιλέματα και τα καλωσορίσματα σώθηκαν. Κι ήταν λες και μίκρυνε ξαφνικά τόσο εκείνη η αυλή που δε χωρούσε πια ούτε τις ομιλίες, ούτε τη σιωπή.

Τα λουλούδια έχασαν το άρωμα και το χρώμα τους, λες κι ο ήλιος δεν τα έλουζε πια με τις ακτίνες του για να τα πλουμίσει. Ξεθώριαζαν κι εκείνα όπως ξεθώριαζε και η ανάμνησή τους στο νου μου για χρόνια. Μα σήμερα, η εικόνα της αυλής ήρθε και ζωντάνεψε ξανά, έτσι όπως ήταν όταν ακόμα έσφυζε από ζωή. Η αγνή φιλοξενία, τα καλοσυνάτα πρόσωπα, οι απλές μονιασμένες ζωές που μοιράζονταν τις στιγμές φώτισαν το νου μου. Κι η αυλή που χωρούσε τον κόσμο όλο λούστηκε με φως. Κι έτσι την κρατώ ακόμα στη μνήμη. Εικόνα ζωντανή ανάμεσα στις αναμνήσεις που ο νους μου διαλέγει για να θυμάμαι. Ο νους μου, σαν μια αυλή γεμάτη από σκέψεις που παλεύουν να αντέξουν στο χρόνο.

Ελένη Ψαραδάκη (αναδημοσίευση από το svoura.net)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου